- ἐξαναζέσει
- ἐξαναζέωboil up withaor subj act 3rd sg (epic)ἐξαναζέωboil up withfut ind mid 2nd sgἐξαναζέωboil up withfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαναζέω — ἐξαναζέω (Α) (και μτφ.) κάνω κάτι να βράσει, να κοχλάσει «τοιόνδε Τυφὼς ἐξαναζέσει χόλον» ο Τυφώς θα κάνει ώστε να κοχλάσει τέτοια οργή, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek